κληρονομικός, -ή

κληρονομικός, -ή
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομιά: Διαβάζει κληρονομικό δίκαιο.
2. αυτός που προέρχεται από κληρονομιά: Έχει ένα σπίτι κληρονομικό.
3. πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητες που μεταδίδονται από τους γονείς στα παιδιά: Η εξυπνάδα τους είναι κληρονομική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κληρονομικός — ή, ό (Α κληρονομικός, ή, όν) [κληρονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομία ή στον κληρονόμο («κληρονομικό δικαίωμα») 2. αυτός που προέρχεται από κληρονομία («το σπίτι τους στην εξοχή είναι κληρονομικό») νεοελλ. 1. (για σωματικές ή …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικῶν — κληρονομικός connected with inheritance fem gen pl κληρονομικός connected with inheritance masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σγουρός, Λέων — Κληρονομικός άρχοντας της Ναυπλίας. Έζησε στο τέλος του 12ου και στις αρχές του 13ου αι. Το 1202 κυρίευσε το Άργος και την Κόρινθο και έπειτα επιδίωξε να επεκτείνει την εξουσία του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Κατέλαβε γι αυτό την Αθήνα, εκτός… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικῶς — κληρονομικός connected with inheritance adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομικῷ — κληρονομικός connected with inheritance masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”